γνήσιοι

γνήσιοι
γνήσιος
belonging to the race
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ινδιάνοι — (Indians). Οι αυτόχθονες πληθυσμοί της Αμερικής, πριν φτάσουν εκεί οι Ευρωπαίοι. Οι Ισπανοί τούς είχαν ονομάσει Indios (Ινδούς) και οι Άγγλοι Indians (Ινδούς), λόγω της εσφαλμένης αντίληψης του Κολόμβου ότι είχε φτάσει στις Ινδίες. Ωστόσο, όλοι… …   Dictionary of Greek

  • ближьнии — (410) пр. 1.Близкий, находящийся на небольшом расстоянии: Аще на сѣдалищи еп(с)пъ лѣнивъ боудеть на еретикы. въспомѩновенъ боудеть отъ блiжьниихъ прилежащиихъ еп(с)пъ. (γειτνιώντων) КЕ XII, 163а; пьраниѥ ризъ ихъ. ѡ(т) ѥдино˫а ближьнихъ женъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Antikes Griechisches Recht — Als griechisches Recht der Antike wird nicht eine bestimmte einheitliche Rechtsordnung bezeichnet, denn das Recht war von Polis (griechisch πόλις) zu Polis verschieden. Es handelt sich vielmehr um eine Sammelbezeichnung für eine regional und …   Deutsch Wikipedia

  • IGNETES — pop. Rhodii, quos Telchinibus successisse tradit Hesych. Ι῎γνητες, inquit, οὕτως ὠνομάζοντο οἱ μετα τοὺς Τελχεῖνας ἐποικήςαντες τὴν Ρ῾όδον. Tamen Ignetes, sive Gnetes iidem qui γνήσιοι s. ἐθαγενεῖς, i.e. indigena. Steph. Γνῆς, ἔθνος οἰκῆ???αν τὴν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LIBERI — apud Graecos 4. erant generum, teste Eust. in Hom. Γνήσιοι, Νότοι, Σκότιοι et Παρθηνίαι Γνήσιος, aliter Ι᾿θαγενὴς dicebatur, qui e matre cive natus esset, Lat. Legitimus. Non enim omnes sine ullo discrimine Liberi, quos patres tollebant in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ετεόκρητες — Αρχαίος λαός του ανατολικού τμήματος της Κρήτης, με πρωτεύουσα την Πραισό. Αναφέρονται στον Όμηρο με τους Αχαιούς, τους Κύδωνες και τους Πελασγούς. Στην ονομασία τους αποδίδεται η σημασία του αυτόχθονα, του γηγενή· αυτό αναφέρει και ο Στράβων,… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”